- περίβολος
- ο / περίβολος, -ον, ΝΜΑ [περιβάλλω]νεοελλ.-αρχ.το αρσ. ως ουσ.1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα3. οχύρωμα γύρω από πόλη ή από φρούριοαρχ.1. αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει κάτι, αυτός που έχει τοποθετηθεί ολόγυρα από κάτι2. το αρσ. ως ουσ. α) περιβολή, κάλυμμα, αμφίεση, ένδυμαβ) περίβλημαγ) περίφραγμαδ) το περικάρδιοε) ολόκληρο το έδαφος όπου βρίσκεται ο ναός και γύρω από αυτόν («ἐθεμελιώθη... ανάλημμα ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη τής πόληςζ) στον πληθ. οι σπείρες φιδιούη) τάφοςθ) μτφ. (κατά τον Πλάτ.) το σώμα, που περιβάλλει την ψυχή3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίβολονπεριτύλιγμα («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.).
Dictionary of Greek. 2013.